- σκληροδερμία
- η мед. склеродермия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκληροδερμία — η, Ν ιατρ. χρόνια δερματοπάθεια που σκληραίνει και καθηλώνει το δέρμα στους υποκείμενους σχηματισμούς, με άγνωστη αιτιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerodermia (< σκληρόδερμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
σκληροδακτυλία — η, Ν ιατρ. σκληροδερμία που εντοπίζεται στα δάχτυλα τών χεριών ή τών ποδιών, η οποία όμως μπορεί να γενικευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerodactylia (< σκληρός + δάκτυλος + κατάλ. ία). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ.… … Dictionary of Greek
αυτοαλλεργικές νόσοι — Έτσι ονομάζονται οι αρρώστιες στη διάρκεια των οποίων η βλάβη ή η καταστροφή ιστών είναι αποτέλεσμα ανοσολογικής αντίδρασης αυτοαντισωμάτων. Οι α.ν. διακρίνονται σε ειδικές και όχι ειδικές του οργάνου που υποφέρει. Οι πρώτες χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek